- ποτέρως
- Αεπίρρ. βλ. πότερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτέρως — πότερος whether of the two? adverbial πότερος whether of the two? masc acc pl (doric) ποτέρως in which of two ways? indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότερος — έρα, ον, και ιων. τ. κότερος, η, ον, Α Ι. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ. β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ. γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων… … Dictionary of Greek
πιστεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. πιστεύγω Ν [πιστός] 1. έχω πίστη, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι (α. «και λογισμό μη βάνης μπλιο και πίστεψέ μου μένα», Ερωτόκρ. β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ γ. «κοὐκ ἄλλου σαφῆ σημεῑ ἰδοῡσα τῷδε πιστεύω… … Dictionary of Greek
ποτέρωθεν — Α επίρρ. από ποιον από τους δύο; [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. εκατέρω θεν)] … Dictionary of Greek
ποτέρωθι — Α επίρρ. σε ποιο από τα δύο μέρη; [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. εκατέρω θι)] … Dictionary of Greek
ποτέρωσε — Α επίρρ. σε ποιο από τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. ετέρω σε)] … Dictionary of Greek